Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

AMSTERDAM!


Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και οι Ολλανδοί την Ολλανδία, μου είπε ένας φίλος. Είναι στη καρακοσμάρα τους αυτοί οι άνθρωποι και αυτό είναι που τους κάνει ακόμα πιο γοητευτικούς. Λίγο σεβασμό να είχανε οι ποδηλάτες στους πεζούς, θα έλεγε κανείς ότι αυτή η παραμυθένια πόλη με τα πανέμορφα κανάλια και τις αμέτρητες τουλίπες είναι εντελώς αψεγάδιαστη. Ξεκίνησα με το αρνητικό επειδή δεν υπάρχει δεύτερο. Αγαπητέ αναγνώστη πέρασα φανταστικά στην Ολλανδία, αν δεν έχεις πάει καν’ το οπωσδήποτε (υπάρχουν πολύ οικονομικά πακέτα, όποιος ψάχνει βρίσκει). Με τα παιδιά από το θέατρο(τον Μάκη, τον Σάκη και τον Τάκη δηλαδή) το συζητούσαμε από πέρσι και ψάχναμε τη κατάλληλη στιγμή για να περάσουμε στη πράξη. Ας είναι καλά οι απεργίες. Δεν κάτσαμε πολύ, τρεις μέρες μόνο, αλλά αυτό δεν μας χάλασε καθόλου(εμένα προσωπικά καθόλου μα καθόλου). Ήταν ταξίδι αστραπή που λένε, και ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν αυτή τη περίοδο για να γεμίσω τις μπαταρίες μου που είχαν παρατήσει τα όπλα εδώ και καιρό. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω εντέλει να σου μεταφέρω ακριβώς τις εικόνες απ’ την απόδρασή μου, εγώ όπως και να’ χει θα τη κάνω τη προσπάθειά μου. Το ραντεβού μας ήτανε στο Μακεδονία τα ξημερώματα της προηγούμενης Δευτέρας. Νύστα, γέλια και χασμουρητά είχανε το πρώτο ρόλο καθώς και τα κακόγουστα σχόλια των άλλων τύπου: κι αν λήξει η απεργία; κι αν δεν πετάξει το αεροπλάνο με την ομίχλη; Και τέτοια άλλα κουλά. Μετά τα διαδικαστικά, που τα βαριέμαι απίστευτα, μπουκάραμε χαμογελαστοί λες και πάμε σε Κρητικό γάμο στο σιδερένιο πουλί και αφήσαμε πίσω μας την ερωτική Θεσσαλονίκη (η οποία από ψηλά μοιάζει με ιστό αράχνης ή μπερδεμένους γαλαξίες ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων). Οι αεροσυνοδοί ήταν με το χαμόγελο κολλημένο μέχρι τ’ αυτιά. Ήθελα να’ ξερα ανέβα κατέβα ανέβα κατέβα δεν βαριούνται; Δεν τους πιάνει πονοκέφαλος από τις αλλαγές υψομέτρων; Δόξα το μεγαλοδύναμο σε κενά αέρος δεν πέσαμε ούτε με κανα παράξενο πουλί τσουγκριστήκαμε. Ούτε τα μάτια μου έκλεισα για να κοιμηθώ ο κακομοίρης επειδή το ροχαλητό του παχουλού κυριούλη δίπλα μου ράγιζε τζαμόπορτες. Το αεροπλάνο που μας μετέφερε στην άλλη άκρη της Ευρώπης προσγειώθηκε ομαλά κατά τις εννιά το πρωί(δική μας δέκα) στο καραχλιδάτο, υπερσύγχρονο αεροδρόμιο που βρίσκεται λίγα λεπτά παραέξω από το κέντρο της πόλης. Για καλή μας τύχη ο καιρός θύμιζε Μάη μήνα. Πήραμε το μετρό (του οποίου το εισιτήριο κοστίζει 4,70 και όχι 6 ευρώ όπως το δικό μας) και σε λιγότερο από ένα τέταρτο ήμασταν στο κέντρο του Άμστερνταμ το οποίο δεν έχει απολύτως καμία σχέση με αυτό που λένε μεγαλούπολη. Μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλώθηκε μια πανέμορφη, πολύχρωμη πολιτεία με υπέροχα κουκλόσπιτα(σαν ψεύτικα), απέραντα κανάλια λουσμένα στο φως,  χτισμένα γεφυράκια με κουλτουριάρηδες μουσικούς που σου παίρνουν τ’ αυτιά και αμέτρητους κατοίκους κάθε ηλικίας καβάλα σε ποδήλατα να πηγαίνουν ευτυχισμένοι στη δουλειά τους. Λίγο παραπάνω ρομαντικός αν ήμουν θα περίμενα ακόμα εκεί για να ξεπεταχτεί από κανα στενό η Τζούλι Άντριους με τα τέκνα της οικογένειας Φόν Τράπ να τραγουδούν τα αυστριακά κάλαντα χορεύοντας κλακέτες. Ποια Ομόνοια μου λες και ποια έργα του μετρό στην Εγνατία, καμία σύγκριση. Άλλη γη, σου λέω. Αυτοί οι άνθρωποι(εντελώς ακομπλεξάριστοι και απελευθερωμένοι σε όλα τα θέματα) κατάφεραν να φτιάξουν ένα δικό τους κόσμο που το άγχος και η πίεση χρόνου είναι δύο εντελώς άγνωστες έννοιες(όχι θα κάτσουν να σκάσουν). Με τα μπαγάζια μας επισκεφθήκαμε κανα δυο συμπαθητικά ξενοδοχεία μέχρι να καταλήξουμε σε αυτό που τελικά κοιμηθήκαμε τις δυο υγρές νύχτες στην όμορφη αυτή πρωτεύουσα. Ο ιδιοκτήτης, ψηλός, ξανθός με καταγάλανα μάτια, αρκετά φιλόξενος οφείλω να ομολογήσω, αφού μας εφοδίασε με χάρτες, μας έδωσε τα κλειδιά των δωματίων και μας ευχήθηκε καλή διαμονή. Παρατήσαμε τα πράγματα όπως ήτανε και χυθήκαμε στα στενά της πόλης(άλλωστε δεν είχαμε καιρό για χάσιμο). Πρώτη στάση η αγορά κάτι σαν το Μοναστηράκι στην Αθήνα, οπού μπορεί να βρει κανείς τα πάντα. Κι όταν λέω τα πάντα εννοώ τα πάντα. Αμέτρητα sex shop και μικρά café(κόφι σοπ) που προσφέρουν φυσικούς χυμούς πορτοκάλι, ζεστά ροφήματα και χασίς. Μη σου κάνει εντύπωση αγαπητέ αναγνώστη, η μαριχουάνα είναι νόμιμη και ακόμα δεν διάβασες τίποτα. Στη συνέχεια περπατήσαμε στο δρόμο με τις κυρίες των τιμών. Γυναίκες κάθε ηλικίας, από διάφορες εθνικότητες, άλλες όμορφες, άλλες πιο άσχημες πίσω από μικρές πολύχρωμες βιτρίνες, πάντα πρόθυμες να εκπληρώσουν κάθε ερωτική επιθυμία. Προσοχή! Μη κάνεις το λάθος και τις τραβήξεις φωτογραφία σε παίρνουν στο κυνήγι. Λίγο πιο κει ο μεγαλοπρεπείς κινέζικος ναός και αρκετά κινέζικα εστιατόρια. Μπήκαμε στο ένα απ’ αυτά και τα πιρούνια πήρανε φωτιά. Όσες προσπάθειες κι αν έκανα για να φάω με ξυλάκια απέτυχα παταγωδώς. Επόμενη στάση η κεντρική πλατεία με τα υπέροχα κτίρια, τα τουριστικά μαγαζιά με τα παραδοσιακά τσόκαρα στη πρώτη γραμμή, τη καθολική εκκλησία που ήταν κλειστή και το μουσείο της μαντάμ Τουσώ με τα κέρινα ομοιώματα. Το σημείο έκπληξη ήταν το γωνιακό μαγαζάκι με τα απίστευτα σοκολατάκια τα οποία τιμήσαμε δεόντως(τα έξι στην τιμή των εφτά ευρώ!). Περιπλανηθήκαμε για αρκετές ώρες μέχρι που νύχτωσε και η υγρασία έκανε αισθητή τη παρουσία της. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο εξαντλημένοι από τη γεμάτη μέρα,  καταστρώναμε σχέδια για τη νυχτερινή μας εξόρμηση αλλά η μοίρα μας τα είχε αλλιώς γραμμένα. Δώσαμε ραντεβού για τις μία μετά τα μεσάνυχτα στην είσοδο. Μπήκαμε στα δωμάτια, ξαπλώσαμε στα κρεβατάκια μας, κλείσαμε το φως και αυτό ήταν. Ούτε καληνύχτα δεν προλάβαμε να πούμε. Πέσαμε σε λήθαργο όπως και οι πολικές αρκούδες σε χειμερία νάρκη. Η συνέχεια του ταξιδιού αύριο αγαπητέ αναγνώστη…



PART 2

 Θα ξεκινήσω με τη χθεσινή φράση « Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και οι Ολλανδοί την Ολλανδία». Η τραπεζαρία της Μαύρης Τουλίπας, έτσι λεγόταν το ξενοδοχείο, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από ένα σπιτικό χώρο. Μία σούπερ ντιζαινάτη κουζίνα, με ένα μακρόστενο και βαρύ ξύλινο τραπέζι στη μέση που το αγκάλιαζαν δώδεκα δερμάτινες καρέκλες. Το πρωινό ήταν στη τιμή του δωματίου και είχε απ’ όλα. Χειροποίητες μαρμελάδες, δημητριακά, αλλαντικά ακόμα και ομελέτες με μπέικον και τυρί. Το αστείο είναι ότι ρωτάγαμε οι μεν τους δεν αν βγήκαμε το βράδυ για ποτό και τ’ αντίστροφο. Βουρτσίσαμε δοντάκια και πήραμε τους δρόμους. Ο ουρανός ήταν ελαφρώς θλιμμένος αλλά αυτός δεν ήτανε λόγος να χαλάσει η διάθεσή μας. Πήραμε το πλεούμενο που δεν το λες σε καμία περίπτωση γόνδολα αλλά ούτε και καραβάκι μπορείς να το πεις για να μας κάνει βόλτα στα μολυσμένα κανάλια που βυθίζεται χρόνια τώρα η παραμυθένια χώρα. Τα σπίτια ήταν σαν σκηνικά του Ντίσνεϊ, πολύχρωμα, με μικρά τουβλάκια στο εξωτερικό τους, χωρίς μπαλκόνια και κήπο και με μία ελαφριά κλίση μπρος τα εμπρός. Αφού μας έκανε το γύρω της πόλης περπατήσαμε μέχρι τη κεντρική πλατεία. Αράξαμε στα τραπεζάκια ενός café στον κεντρικό πεζόδρομο και κάναμε χάζι τους περαστικούς. Καμία βιασύνη, κανένα άγχος αλλά το πιο εντυπωσιακό κανένα αυτοκίνητο. Όλη τους η ζωή ένα ποδήλατο, ακόμα και τα ταξί. Επόμενη στάση το μουσείο της μαντάμ Τουσώ με τα κέρινα ομοιώματα. Βέβαια του Βαν Κόνγκ είχε περισσότερο ενδιαφέρον αλλά εκτός του ότι βρίσκεται στην άλλη άκρη της πόλης, ήθελε και μισή μέρα για να το γυρίσουμε. Στη βιτρίνα ο Σόν Κόνερι ντυμένος σκοτσέζος και στην είσοδο ο Τζόνι Ντέπ από τους πειρατές της Καραϊβικής. Το ασανσέρ μας ανέβασε στον τέταρτο όροφο όπου ένας ψεύτικος Ολλανδός ύψους 5 μέτρων μας αφηγήθηκε την ιστορία της χώρας. Μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Οι κούκλες ήταν με τέτοια λεπτομέρεια φτιαγμένες που νόμιζες ότι θα σου μιλήσουν. Στη συνέχεια ένας πειρατής μας οδήγησε στη γαλέρα όπου εκεί τα κάναμε πάνω μας. Σαν να μπαίνεις στο τρενάκι του τρόμου ένα πράγμα. Νεκροκεφαλές, ουρλιαχτά και καπνοί με έκαναν να γαντζωθώ από το μπουφάν του μπροστινού. Ευτυχώς το μαρτύριο κράτησε λίγα λεπτά. Ανεβήκαμε μια σκάλα που έβγαζε στον κεντρικό όροφο του μουσείου. Ήταν όλες οι πρωσοπικότητες εκεί. Πριγκίπισσα Νταίάνα, Πικάσσο, Τζόρτζ Κλούνει, Μπράντ Πίτ, Τζάστιν Τίμπερλεικ, Κάιλη Μινόγκ και πολλοί άλλοι. Στο μαγαζάκι με τα ενθύμια οι τιμές ήταν απλησίαστες αλλά δεν μ’ ένοιαζε αφού είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή. Περπατήσαμε για καμιά ώρα στον εμπορικό πεζόδρομο για να καταλήξουμε για ακόμη μια φορά στο κινέζικο εστιατόριο. Πάπια για τους άλλους, εγώ πιστός στα νούντλς με κοτόπουλο. Κατά το βραδάκι μαζευτήκαμε στα δωμάτια μας για να μαζέψουμε δυνάμεις για το νυχτερινό ξεφάντωμα. Βγαίνοντας από το ξενοδοχείο ένα απίστευτο ‘τοπίο στην ομίχλη’ μας υποδέχτηκε. Περιμέναμε και τον Τζάκ το μαχαιροβγάλτη( ή το τέρας του Λόχνες δεν έχει σημασία) να προστεθεί στη παρέα μας, αλλά δεν ήρθε. Το club, το οποίο θύμιζε κάτι από δεκαετία του ογδόντα με πίστα και ντισκομπάλα, για Τρίτη βράδυ ήτανε σχετικά γεμάτο. Φυσικά βγάζαμε μάτι από χιλιόμετρα ότι ήμασταν τουρίστες. Γίναμε το κέντρο της προσοχής των άλλων θαμώνων πράγμα που εμένα προσωπικά δεν με χάλασε καθόλου. Αρχίσαμε τις μπύρες(η χάινεκεν είναι η εθνική τους) σε συνδυασμό με σφηνάκια βότκας και το κεφάλι άρχισε να γυρνάει. Δυνατή μουσική, χορός, πειράγματα κι άγιος ο θεός. Μετά από μια γύρα αψέντι(το μεσαιωνικό αυτό παραισθησιογόνο) γυρνούσε και το μαγαζί μαζί. Κατά τις τρεις το διαλύσαμε το γλέντι και τη κάναμε για νάνι αφού δεν τη παλεύαμε άλλο. Την επομένη, που ήταν και η τελευταία μας μέρα στο Άμστερνταμ, μετά από το απολαυστικό πρωινό την κάναμε για τον εμπορικό δρόμο. Μια βόλτα στα μαγαζιά τα οποία είναι ακριβώς τα ίδια με εδώ(ονόματα δεν λέμε) και οι τιμές πάνω κάτω ίδιες είναι. Μόνο ο Ιανός έλειπε από όλη την ιστορία. Κοίταξα για σουβενίρ αλλά ήταν ακριβούτσικα και δεν γίνεται να πάρεις στους μισούς; Σωστά; Μετά από ένα ζεστό καφέ στα γρήγορα(παγωμένους δεν φτιάχνουν που να χτυπάς τον πισινό σου στο πάτωμα) πήραμε τα μπαγάζια μας στον ώμο και την κάναμε για το υπερσύχρονο  αεροδρόμιο. Φυσικά τα σχόλια των άλλων δεν μου έλειψαν: κι αν δεν πετάξει μ’ αυτή την ομίχλη; Κι αν ακυρωθούν πτήσεις λόγω απεργίας; Να ‘χω τη στεναχώρια μου που το ταξίδι πλησίαζε στον επίλογό του να έχω και τη βλακεία των άλλων. Στα Duty Free βέβαια μας περνάνε για ακόμη πιο βλάκες. Μετά τα επεισόδια της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου επιτρέπεται στον επιβάτη να μεταφέρει συγκεκριμένη ποσότητα οποιουδήποτε υγρού(νερό, αρώματα, after shave). Αγοράσαμε από ένα μπουκάλι άρωμα το οποίο το σφραγίσανε σε ένα γελοίο σακουλάκι(κάτι σαν νάιλον παγοκυψέλη να φανταστείς) το οποίο ο ταμίας μας απαγόρεψε αυστηρά με υφάκι τύπου ‘εγώ είμαι και κανένας άλλος’ να το ανοίξουμε μέχρι τον τελικό προορισμό μας. Καλά μιλάμε πολύ μαλάκας ο άνθρωπος. Τέλος πάντων, η Ολλανδία είναι μία ιδιαίτερη χώρα που θα ταίριαζε απίστευτα σε άλλο πλανήτη, με πολύ φευγάτους κατοίκους που δεν τους απασχολεί ούτε τι ρούχα φοράς, ούτε τι κάνεις στο κρεβάτι σου, ιδανική για να ξελαμπικάρει ο εγκέφαλος από τη ταλαιπωρία της καθημερινότητας. Δεν είναι η ιδανική χώρα για να πας μετανάστης για τρεις λόγους. Πρώτος: η ζωή είναι ακριβή(το μπουκαλάκι το νερό κοστίζει 1,50) Δεύτερος: είμαστε μεσογειακοί τύποι και χωρίς θάλασσα και ήλιο τα νεύρα μας τσιτώνονται Τρίτος και πιο σημαντικός: Σαν την Ελλάδα πουθενά!!! Κάπου εδώ ο συγγραφέας καίει φλάντζα και κατηφορίζει μέχρι τη παραλία για να ξεσκάσει. Φεύγοντας αγαπητέ αναγνώστη μη ξεχάσεις να πάρεις σπόρους τουλίπας, όλα τα άλλα απαγορεύονται(γίνεται σωματικός έλεγχος από την αστυνομία). Και περάσαμε εμείς καλά κι εσύ που θα πας ακόμη καλύτερα όπως λένε και στα παραμύθια. Άντε τα λέμε αύριο πάλι!     

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Poly wraio to keimeno s kai m arese poly o enthousiasmos gia th xwra alla re file allakse to xrwma twn grammatwn sou!vgalame ta matia mas mexri na vgaloume ti eleges mov panw sto mov!! :P