Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

VOULA, TEA TIME!


Tο αστείο στην όλη υπόθεση είναι ότι και τις εφτά  μέρες που πέρασα με τη φίλη μου τη Βούλα στο κέντρο του Λονδίνου τον περασμένο Ιούνιο δεν ήπιαμε τσάι, ούτε χαμομήλι, ούτε τίποτα τέτοιο.
Δώσε μου δύο λεπτά μόνο να βγάλω τον κούνελο από το καπέλο που μου’ χει φάει το κεφάλι και το μαγικό ραβδάκι απ’ τη κωλότσεπη που παραλίγο να μου μπει στον πισινό και ξεκινάω. Άμπρα κατάμπρα ντόμους νόμους ούλα σούλα νταν
Παίρνουμε το αντικολητικό τηγάνι της μαμάς, λίγο λάδι Καλαμάτας χωρίς δείκτη προστασίας, έναν προορισμό στον χάρτη που να γουστάρεις πολύ, ας πω στην τύχη το Λονδίνο και ένα τηλέφωνο τον Νονό σου που έχει να σε δει από τη μέρα που με βάφτισε. Έτσι είναι το έθιμο στην Ελλάδα.
Χαρές, κοψίδια, να σας ζήσει το παιδί και μην τον είδατε τον Παναγή.
     Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για ένα πιτσιρίκι να κρατάει το βράδυ της Ανάστασης ένα απλό κεράκι την ώρα που όλα τα υπόλοιπα πιτσιρίκια κρατάνε τεράστιες κι επώνυμες λαμπάδες!
     Τη  συνταγή που θα σου δώσω την έγραψα το ξημέρωμα του δεκαπενταύγουστου σε ένα κατάλευκο πεζούλι στη Μύκονο, έπειτα από λίτρα αλκοόλ, την ώρα που αλλού πάταγα κι αλλού βρισκόμουν και μάταια προσπαθούσα να βρω το δρόμο για το ξενοδοχείο.
     Οπότε δώσε βάση γιατί αν τα κάνεις μαντάρα δεν θα φταίω εγώ αλλά ο υπέρμετρος εγωκεντρισμός σου. Αρχίζω. Πίνεις ένα ποτήρι εμφιαλωμένο νερό, πηγαίνεις με το πράσινο κουμπάκι στις επαφές, πατάς το δέκατοτρίτο γράμμα της αλφάβητου που είναι το Ν, όπως λέμε Νικόλας, Νικήτας, Νίτσα βρίσκεις τον γλυκύτατο Νονό σου που σε πασπάτεψε με λάδι στην κολυμπήθρα τότε που αν θυμάσαι δεν μπορούσες καν να μιλήσεις και πατάς κλήση. Αν το σηκώσει του λες με πολύ ενθουσιώδη τόνο πως μεγάλωσες, πως πήρες το πτυχίο από το πανεπιστήμιο με τα χίλια ζόρια και ότι πριν φύγεις στο στρατό για να υπηρετήσεις σαν καλό παιδί τη μαμά πατρίδα πρέπει οπωσδήποτε να ταξιδέψεις για λίγο μέχρι τη φίλη σου τη Βούλα στο Λονδίνο που χρειάζεται βοήθεια επειδή άρπαξε βαρύ κρυολόγημα από τις βροχές και την έχει ρίξει εδώ και μέρες στο κρεβάτι. Μην ξεχάσεις να πεις ότι η Βούλα είναι ορφανή και δεν έχει κανέναν να τη φροντίζει και επίσης ότι φοβάται πολύ τα αεροπλάνα και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Αν σε ρωτήσει πως πήγε η φίλη σου η Βούλα στο Λονδίνο αφού φοβάται τα αεροπλάνα, ξεκίνα να μιλάς κινέζα οπότε θα τον μπερδέψεις σίγουρα και θα αναγκαστεί να αλλάξει θέμα. Τα κατάλαβες μέχρι εδώ; Να μην τα ξαναπώ, το’ χεις. Τώρα, αν η θεά τύχη, οι πλανήτες και όλο το σύμπαν είναι με το μέρος σου, τότε με μεγάλη χαρά ο αξιαγάπητος Νονός θα σου ανακοινώσει ότι σου κάνει εκείνος δώρο το πολυπόθητο ταξίδι στο Λονδίνο.
     Αν πάλι το πνεύμα του γκαντέμη σκάσει μύτη στη πόρτα σου και σου πει ο Νονός ότι τον πετυχαίνεις σε περίοδο που τα οικονομικά του πάνε κατά διαόλου τότε παίρνεις το τηγάνι και τον λούζεις με το λάδι που τσιρτσιρίζει από ώρα…χωρίς τύψεις!         
     Εγώ, εκείνη την περίοδο της ζωής μου, ήμουνα πάρα πολύ τυχερός επειδή τα γυρίσματα της χολιγουντιανής ταινίας με τίτλο «ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΕΣΕΙ Ο ΠΥΡΕΤΟΣ» φτάνανε επιτέλους στο τέλος τους.
      Είχα περάσει τα πάντα, ανεμοβλογιά, μαγουλάδες, οστρακιά ακόμη και τύφο. Εδώ μιλάμε για υπερπαραγωγή και όχι για μια απλή, ασήμαντη γρίπη. Αφού η δόλια η μάνα μου με έταξε στον Άγιο Κωνσταντίνο μπας και γίνω καλά γιατί είχε τρομάξει το μάτι της γυναίκας. Τα αντιβιοτικά έδιναν και έπαιρναν. Χάπια να δεις, κίτρινα, άσπρα, μικρά, τετράγωνα, υπόθετα, της μουρλής το πανηγύρι στο στομάχι μου. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά ήτανε και παραισθησιογόνα τα άτιμα…και να οι εφιάλτες να κολυμπάω με τους καρχαρίες σε έναν θεοσκότεινο βυθό, και να οι ερινύες με τις τσιρίδες τους στ’ αυτιά μου να  μουρμουράνε κάτι ακαταλαβίστικα. Είμαι η μετεμψύχωση της Ζαν ντ’ άρκ, είπα. Ζούσα στον μεσαίωνα, η γλώσσα μου από την έλλειψη νικοτίνης έτρεχε ροδάνι, μιλούσα πάρα πολύ κι επειδή δεν σταματούσα με καμία κυβέρνηση οι χωρικοί μάζεψαν ξύλα για να με κάψουν.
Μετά ξύπνησα, μούσκεμα στον ιδρώτα και μου σκασε να φάω μπανάνα σπλίτ.
      Ξέρεις αυτό το υπέροχο γλυκάκι με την καραμέλα και τα εξακόσια εκατομμύρια θερμίδες.
Μπανάνα, μπανάνα, μπανάνα.
Γκαστρωμένος να ήμουνα μα την παναγία  δεν θα έκανα έτσι. Ζητούσα απεγνωσμένα μπανάνα σπλίτ.
Φανταζόμουνα τον εαυτό μου με καναρινί μαγιουδάκι από τον Αεράκη στην πισίνα ενός κότερου και γύρω γύρω μικροσκοπικές ξυπόλυτες Φιλιπινέζες να με ταΐζουν πελώριες λαχταριστές μπανάνες.
Είναι δυνατόν;
Πέρασαν μήνες μέχρι που έγινα εντελώς καλά και κατάφερα να βγω στην αγνώριστη από το νέφος αυλή μας για να αντικρίσω τον ήλιο κατάματα.
Αυτή τη μέρα την περίμενα σαν μικρό παιδί.
      Nα φανταστείς απ’ την πολύ χαρά μου έβαλα στη δια πασών το σάουντρακ από «Τη Μελωδία της Ευτυχίας» και άρχισα να τρέχω σαν αγριοκάτσικο στα βουνά και στα λαγκάδια. Όταν λαχάνιασα, στρογγυλοκάθισα σε ένα ξύλινο παγκάκι όπου ένας άγνωστος έφηβος είχε γράψει με μαρκαδόρο το εξής ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΑΝΑΒΑΛΕΙΣ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΜΕΤΑ ΘΑ ΜΕΤΑΝΙΩΝΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΕΖΗΣΕΣ.
Για να το λέει ο σοφός νέος σκέφτηκα, κάτι θα ξέρει.
Σήκωσα το βλέμμα μου στον ήλιο για να φτερνιστώ, αυτό το γαργαλητό στα ρουθούνια πάντα το λάτρευα και τότε, μεταξύ τρίτης και τέταρτης ηλιαχτίδας μου ήρθε η καταπληκτική ιδέα να μπω στο facebook και να στείλω μήνυμα στη φίλη μου τη Βούλα.

Γεννήθηκε στη Σουηδία από Έλληνες γονείς,
Τα καλοκαίρια της τα περνάει στη Κατερίνη,
Της αρέσει πολύ το σούσι και η μαρμελάδα βερίκοκο, βαριέται τους φλύαρους άντρες, είναι φανατική θαυμάστρια του sex and the city και εργάζεται ως οδοντίατρος σε μια από τις μεγαλύτερες οδοντιατρικές κλινικές του Λονδίνου. 
Με παρακάλεσε να μην αποκαλύψω άλλα πράγματα για εκείνη.
Η επιτυχία στη σχέση με τη Βούλα πιστεύω ότι οφείλεται σε τρείς βασικούς παράγοντες.
Πρώτος: δεν γνωριζόμαστε πολλά χρόνια οπότε γουστάρουμε να ανακαλύπτουμε ο ένας πράγματα για τον άλλον.
Δεύτερος: έχουμε κοινά ενδιαφέροντα
Τρίτος: μένουμε τόσο μακριά οπότε το «πόσο μου έλειψες» αποκτά αξία
      Τα πάντα έγιναν στο άψε σβήσε. Πήρα στο κινητό το νονό για να μου βγάλει εισιτήριο, έφτιαξα βαλίτσα με τα απολύτως απαραίτητα και ανακοίνωσα στους γονείς μου ότι θα λείψω για καμιά δεκαριά μέρες…
Η χαρά μου ήτανε απερίγραπτη.
Όταν αποφοίτησα από τη σχολή ήθελα σαν τρελός να πάω για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο αλλά όταν έμαθα το πόσο κόστιζε το πρώτο εξάμηνο άλλαξα γνώμη για να αποφύγω το εγκεφαλικό και αποφάσισα να κυνηγήσω το όνειρό μου στην Μαμά Ελλάδα.
Μπήκα στο αεροπλανάκι και σε τρείς ώρες πάτησα το πόδι μου στην πρωτεύουσα της Αγγλίας που κανένας χριστιανός δεν βρέθηκε να μου πει γιατί τι λένε Μεγάλη Βρετανία, και αν υπάρχει Μικρή που βρίσκεται.
Τέτοιες και πολλές άλλες ανόητες απορίες γεννήθηκαν από το jet land που χτύπησε απροειδοποίητα το πίσω μέρος του εγκεφάλου μου.     

Έμεινα εντελώς μαλάκας μιλάμε.
Από πού ν’ αρχίσω…
Πόλη πεντακάθαρη καμιά απολύτως σχέση με την Ερμού την ώρα που κλείνουν τα καταστήματα, σπίτια πανέμορφα σαν ψεύτικα, μετρό λαβύρινθος που σε πήγαινε παντού, καταστήματα ρούχων λεφτά να έχει η τσέπη σου να ξοδεύεις, θέατρα απίστευτα και φυσικά τελείως ακομπλεξάριστος λαός σου λέω.
Έβλεπα κατάξανθα αγόρια να περπατάνε χεράκι χεράκι στους δρόμους και ούτε γάτα ούτε ζημιά, δυστυχώς στην Αθήνα δεν θα το δούμε ποτέ αυτό. Μπήκα στα Harrods έπαθα ανακοπή και δεν πρόλαβα να ψωνίσω τίποτα με μάζεψε το ασθενοφόρο και το κερασάκι στην τούρτα : ΑΜΛΕΤ με Jud Low…μίλησε κανείς;

Πολύ σημαντικές για τη ζωή μου σημειώσεις:
Στην Ουαλία (η οποία βρίσκεται πάνω από το Λονδίνο) υπάρχει μια θρυλική ποδοσφαιρική ομάδα που τη λένε Manchester.
Στο Φάντασμα της Όπερας ο πρωταγωνιστής δεν βγάζει τη μάσκα ακόμα και στην υπόκλιση.
Η πόλη αυτή είναι πανάκριβη, ένα μπουκαλάκι νερό κοστίζει μιάμιση λίρα.
Μία λίρα αντιστοιχεί σε ενάμιση ευρώ(περίπου).
Η Βούλα με πήγε για φαγητό σε ένα υπέροχο Ιταλικό εστιατόριο το ΙΖΖΥ που δεν θυμάμαι που βρίσκεται.
Η βροχή όντως δεν σταματάει ποτέ.
Θεούλη μου σ’ ευχαριστώ για όλα.
Θα προσπαθήσω να γίνω καλό παιδί.